όσιος
Προφορά
Ετυμολογία
όσιος αρχαία ελληνική ἄσιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ όσιος -ια, -ιο
✦ ο σύμφωνος με τον θεϊκό νόμο, ιερός
✦ (για πρόσ.) ο αφιερωμένος στο Θεό, ασκητής που αγίασε
✦ φρ. δεν έχει ιερό και όσιο, δεν σέβεται τίποτε: μέσα σ’ αυτούς είναι και πολλά ρεμάλια που δεν έχουν όσιο και ιερό (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
όσια (Κ οσίως)