όπλο
Προφορά
Ετυμολογία
όπλο αρχαία ελληνική ἄπλον (= εργαλείο)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το όπλο
✦ καθετί που χρησιμεύει ως μέσο επιθέσεως ή άμυνας
✦ εφόδιο για επίτευξη οποιουδήποτε σκοπού
✦ μέσο για κατίσχυση
✦ στρατιωτικό μάχιμο σώμα του οποίου οι άνδρες έχουν τον ίδιο οπλισμό και προορισμό
✦ φρ. καλούμαι υπό τα όπλα, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης – παίρνω τα όπλα, (για λαούς ή ομάδες) επαναστατώ – ρίχνω τα όπλα, τρέπομαι σε φυγή κατά τη μάχη – καταθέτω τα όπλα, συνθηκολογώ, παραιτούμαι από αγώνα – στα όπλα, παράγγελμα συναγερμού στρατιωτών – εφ’ όπλου λόγχην, παράγγελμα προς τους οπλίτες να τοποθετήσουν την ξιφολόγχη στο άκρο της κάννης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–