ψυχεδελισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ψυχεδελισμός ψυχεδελικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ψυχεδελισμός
✦ η ψυχική κατάσταση που δημιουργείται από τις παραισθησιογόνες ουσίες
✦ η έντονη αίσθηση χρωμάτων, ήχων κτλ., όπως, περίπου, συμβαίνει σε παραισθητικές καταστάσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–