υπερτροφία
Προφορά
Ετυμολογία
υπερτροφία υπέρ + τρέφω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερτροφία
✦ υπερσιτισμός
✦ υπερβολική θρέψη |(ιατρ.) υπερβολική αύξηση του όγκου οργάνου ή ιστού ενός ανθρώπου, ζώου ή φυτού, η οποία δεν οφείλεται σε πολλαπλασιασμό των κυττάρων τους (υπερπλασία), αλλά σε διόγκωση των συστατικών στοιχείων του: υπερτροφία της καρδιάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–