υπερασπίζομαι


υπερασπίζομαι
Προφορά

Ετυμολογία
υπερασπίζομαι αρχαία ελληνική ὑπερασπίζω

Ερμηνεία
υπερασπίζομαι

✦ κ. υπερασπίζομαι ρ. (υπεράσπ-ισα, -ίστηκα) προστατεύω με τα όπλα, υπεραμύνομαι
✦ (γεν.) προστατεύω, υποστηρίζω: πάντοτε οι ουράνιοι μεγαλόθυμον γένος υπερασπίζουν (Α. Κάλβος)
✦ (νομ.) συνηγορώ στο δικαστήριο

Συνώνυμα
προμαχώ
Αντίθετα
διώκω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.