υπεισέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
υπεισέρχομαι αρχαία ελληνική ὑπεισέρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπεισέρχομαι
✦ περνώ, εισχωρώ κάπου απαρατήρητος
✦ (μτφ. ) παρεμβαίνω: πολλοί παράγοντες υπεισέρχονται στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–