υπέρβαση
Προφορά
Ετυμολογία
υπέρβαση αρχαία ελληνική ὑπέρβασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπέρβαση
✦ η πράξη του υπερβαίνω, το να ξεπερνά κάποιος τα επιτρεπτά, αναγκαία ή καθιερωμένα όρια: υπέρβαση του ορίου ταχύτητας
✦ υπερνίκηση, εξουδετέρωση, ξεπέρασμα: υπέρβαση των αντιθέσεων
✦ το να αντιμετωπίζει κάποιος επιτυχώς μια κατάσταση ξεπερνώντας τα όρια μέσα στα οποία διαμορφώνεται: υπέρβαση του κομματισμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–