υπερδύναμη
Προφορά
Ετυμολογία
υπερδύναμη υπέρ + δύναμη• μετάφραση του └αγγλ┘όρου superpower
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερδύναμη
✦ ανώτατη δύναμη
✦ (ειδ.) χώρα με εξαιρετικά μεγάλη πολεμική ισχύ και πολιτική επιρροή: οι υπερδυνάμεις ρυθμίζουν τις τύχες του κόσμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–