ταμπούρο
Προφορά
Ετυμολογία
ταμπούρο └γαλλ┘ tambour
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ταμπούρο
✦ ταμπούρλο (βλ. λ.)
✦ (τεχνολ.) μεταλλικό τύμπανο που περιστρέφεται μαζί με τον τροχό οχήματος και αποτελεί μέρος του συστήματος των φρένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–