τάγμα
Προφορά
Ετυμολογία
τάγμα αρχαία ελληνική τάγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το τάγμα
✦ μονάδα του στρατού ξηράς από 3 ή 4 λόχους
✦ οργάνωση μοναχών που υπακούουν στους ίδιους κανόνες και έχουν κοινή διοίκηση
✦ (γεν.) σύνολο ατόμων αφοσιωμένων στην επιδίωξη ορισμένου σκοπού
✦ το σύνολο των προσώπων που έχουν τιμηθεί με το ίδιο παράσημο
✦ (συνεκδ.) το παράσημο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–