συντήρηση
Προφορά
Ετυμολογία
συντήρηση μεταγενέστερη ελληνική συντήρησις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συντήρηση
✦ διαφύλαξη από τη φθορά: συντήρηση μνημείου
✦ ό,τι είναι απαραίτητο για διατήρηση της ζωής, διατροφή
✦ (μτφ. ) εμμονή στα καθιερωμένα κοινωνικά και πολιτικά συστήματα
✦ οι συντηρητικοί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πρόοδος
Επιρρήματα
–