συντριβή
Προφορά
Ετυμολογία
συντριβή μεταγενέστερη ελληνική συντριβή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η συντριβή
✦ καταστροφή, κομμάτιασμα από πρόσκρουση σε άλλο σώμα: η συντριβή του αεροπλάνου
✦ ολοκληρωτική καταστροφή, πανωλεθρία: η συντριβή του φασιστικού συνασπισμού ήταν τώρα πια ορατή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (μτφ. ) υπερβολική θλίψη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–