στεφανώνω
Προφορά
Ετυμολογία
στεφανώνω αρχαία ελληνική στεφανόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ στεφανώνω
✦ περιβάλλω με στεφάνη
✦ φορώ σε κάποιον στεφάνι
✦ (μτφ. ) επιβραβεύω
✦ παντρεύω, τελώ το μυστήριο του γάμου
✦ στεφανώνομαι, παντρεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–