στενόφυλλος


στενόφυλλος
Προφορά

Ετυμολογία
στενόφυλλος μεταγενέστερη ελληνική στενόφυλλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ στενόφυλλος -η, -ο

✦ που έχει στενά φύλλα

Συνώνυμα

Αντίθετα
πλατύφυλλος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.