στενός
Προφορά
Ετυμολογία
στενός αρχαία ελληνική στενός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ στενός -ή, -ό
✦ που έχει μικρό πλάτος
✦ ο μη ευρύχωρος, που έχει μικρές διαστάσεις
✦ (μτφ. ) ο πολύ δικός μας: στενός φίλος – στενοί συγγενείς
✦ φιλικός, εγκάρδιος: στενές σχέσεις
✦ φρ. σε στενό κύκλο, σε περιορισμένο αριθμό προσώπων
✦ (μτφ. ) περιορισμένος, ο με προκαταλήψεις: στενή αντίληψη
✦ όχι γενικός: με τη στενή έννοια του όρου
✦ ουδ. το στενό ως ουσ. (βλ. λ.)
✦ θηλ. η στενή ως ουσ. η φυλακή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευρύς, πλατύς, φαρδύς
Επιρρήματα
στενά (Κ στενώς)