σταρ
Προφορά
Ετυμολογία
σταρ └αγγλ┘star
Ερμηνεία
σταρ
✦ άκλ. ουσ. πρόσωπο, ηθοποιός ή άλλος καλλιτέχνης, διάσημο, που έχει αποκτήσει φήμη για τις ικανότητες, το ταλέντο, την εμφάνισή του κτλ., αστέρας, διασημότητα: σταρ του κινηματογράφου
✦ (κατ’ επέκτ.) πρόσωπο που πρωταγωνιστεί, που έχει πρωτεύοντα, σημαντικό ρόλο στο χώρο του αθλητισμού, στο χώρο του θεάματος κτλ.: σταρ του ποδοσφαίρου – του μπάσκετ – του αθλητισμού – σταρ της τηλεόρασης
✦ (κατ’ επέκτ.) αυτός που είναι γνωστός στο κοινό, που έχει αποκτήσει φήμη κυρίως εξαιτίας της προβολής από ή στα τηλεοπτικά μέσα: σταρ της πολιτικής – της δημοσιογραφίας
✦ σταρ σίστεμ (αγγλικά star system) το σύνολο των μεθόδων και πρακτικών που χρησιμοποιεί η βιομηχανία του θεάματος για να αναδείξει κάποιον σταρ, να κάνει κάποιον διάσημο
✦ κοπέλα που νίκησε σε καλλιστεία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–