στανιό
Προφορά
Ετυμολογία
στανιό κατά Ξανθουδίδη, μεσαιωνική ελληνική στανιό
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το στανιό
✦ βία, καταναγκασμός: το βράδυ με χίλια στανιά και παρακάλια, κατάφερα τον Αλκιβιάδη να ζητήσει συγγνώμη απ’ τον Περικλή (Άγγ. Βλάχος)
✦ (κ. ως επίθ.) που γίνεται με το ζόρι, παρά τη θέληση κάποιου: εγώ κάλλιο ‘χω θάνατο παρά στανιό στεφάνι (Β. Ρώτας)
✦ ιδ. στη φρ. με το στανιό, με το ζόρι: όταν δεν θέλουνε να μου το δώσουν, το παίρνω με το στανιό (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–