στήθος
Προφορά
Ετυμολογία
στήθος αρχαία ελληνική στῆθος
Ερμηνεία
στήθος
✦ το πρόσθιο μέρος του θώρακα του ανθρώπου και των ζώων
✦ ολόκληρος ο θώρακας
✦ το πρόσθιο μέρος ενδύματος που καλύπτει το θώρακα
✦ οι μαστοί της γυναίκας
✦ (μτφ. ) η καρδιά ως έδρα συναισθημάτων και παθών
✦ (για πουλιά) η λευκή σάρκα γύρω από το στέρνο
✦ φρ. από στήθους, από μνήμης, απέξω – προτάσσω τα στήθη μου, αμύνομαι σθεναρά – με διαφορά στήθους, με ελάχιστη διαφορά – στήθος με στήθος, για μάχη ή αγώνα, σώμα με σώμα, εκ του συστάδην καθώς και για σκληρό αγώνα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–