στέγη


στέγη
Προφορά

Ετυμολογία
στέγη αρχαία ελληνική στέγη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η στέγη

✦ ο συνήθως ξύλινος σκελετός με κεραμίδια, πλάκες ή άλλο υλικό, που καλύπτει τα κτίρια
✦ (συνεκδ.) σπίτι, κατοικία, κατάλυμα
✦ οίκημα για φιλοξενία ή περίθαλψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.