σταχυολόγημα
Προφορά
Ετυμολογία
σταχυολόγημα σταχυολογώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η σταχυολόγημα
✦ (Κ σταχυολόγησις, -εως) το μάζεμα σταχυών
✦ (μτφ. ) επιλογή και συγκέντρωση περικοπών, αποσπασμάτων από διάφορα κείμενα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–