σπιούνα
Προφορά
Ετυμολογία
σπιούνα └ιταλ┘spione
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σπιούνα
✦ θηλ. σπιούνα κατάσκοπος
✦ καταδότης, χαφιές: να ‘σουνα κλέφτης στα βουνά, φονιάς μέσα στην πόλη, σπιούνος και ψευτομάρτυρας, θα σε τιμούσαν όλοι (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
ρουφιάνος, ραδιούργος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–