σπερματοτοξικός


σπερματοτοξικός
Προφορά

Ετυμολογία
σπερματοτοξικός σπέρμα + τοξικός

Ερμηνεία
σπερματοτοξικός

✦ κ. σπερμοτοξικός, -ή, -ό επίθ. που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια: σπερματοτοξικός ορός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.