σπερματσέτο


σπερματσέτο
Προφορά

Ετυμολογία
σπερματσέτο └ιταλ┘spermaceti

Ερμηνεία
σπερματσέτο

✦ είδος κεριού από λίπος: σκυμμένοι πάνω σε κάτι μικρά τραπεζάκια… μ’ ένα σπαρματσέτο δίπλα τους (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.