σάλτο
Προφορά
Ετυμολογία
σάλτο └ιταλ┘salto
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το σάλτο
✦ άλμα, πήδημα: δίνει ένα σάλτο απ’ το παράθυρο και βρίσκεται στο δρόμο (Π. Πρεβελάκης)
✦ σάλτο μορτάλε, πήδημα θανάτου· (συνεκδ.) παράτολμο εγχείρημα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–