σάλος
Προφορά
Ετυμολογία
σάλος αρχαία ελληνική σάλος (= κίνηση, ταραχή)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο σάλος
✦ ισχυρή κύμανση της θάλασσας, θαλασσοταραχή
✦ κλυδωνισμός πλοίου
✦ (μτφ. ) θορυβώδης ανακίνηση, ταραχή, αναστάτωση: σάλο προκάλεσαν οι αποκαλύψεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–