ρόκα
Προφορά
Ετυμολογία
ρόκα μεσαιωνική ελληνική ρόκα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ρόκα
✦ λεπτό ξύλινο ραβδί με την άκρη διαμορφωμένη έτσι ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο
✦ (ιταλική ruca) κοινή ονομασία εδώδιμου φυτού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–