ροή


ροή
Προφορά

Ετυμολογία
ροή αρχαία ελληνική ῥοή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ροή

✦ η κίνηση υγρού προς μία κατεύθυνση: η ροή των νερών – του ποταμού
(μτφ. ) τροπή, φορά των πραγμάτων
(μτφ. ) για την κίνηση των αυτοκινήτων: ροή των οχημάτων
(μτφ. ) αδιάκοπη και ελεύθερη μετάδοση πληροφοριών, μεταφορά χρημάτων, μετακίνηση ανθρώπων κτλ. από ένα μέρος προς άλλο: συνεχής ροή πληροφοριών συνεχής ροή χρηματικών πόρων κτλ

Συνώνυμα
ρεύμα, ρους
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.