ραγιάς


ραγιάς
Προφορά

Ετυμολογία
ραγιάς └τουρκ┘raya

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ραγιάς

✦ υπήκοος του σουλτάνου χριστιανός: ακόμα τούτ’ την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες, τούτο το καλοκαίρι Μοριά και Ρούμελη (δημ. τραγ.)
✦ (συνεκδ.) σκλάβος, δούλος: πώς γίνεται ο ραγιάς αφεντικό δεν το ‘μαθε (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.