πρόχειρος
Προφορά
Ετυμολογία
πρόχειρος αρχαία ελληνική πρόχειρος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πρόχειρος -η, -ο
✦ ο έτοιμος για χρήση, που μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί
✦ που γίνεται ή λέγεται χωρίς προπαρασκευή, χωρίς μελέτη: φρ. εκ του προχείρου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πρόχειρα (Κ προχείρως)