πρότυπο


πρότυπο
Προφορά

Ετυμολογία
πρότυπο └ουδ┘ του μεταγενέστερη ελληνική πρότυπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πρότυπο

✦ προκατασκευασμένος τύπος αντικειμένου που χρησιμεύει ως υπόδειγμα για την κατασκευή άλλων όμοιων, υπόδειγμα, μοντέλο
✦ μήτρα, καλούπι
✦ πρόσωπο που ποζάρει με αμοιβή σε ζωγράφο ή γλύπτη, μοντέλο
✦ πρόπλασμα γλυπτικού ή αρχιτεκτονικού έργου
(μτφ. ) πρόσωπο ή κατάσταση που μπορεί να χρησιμεύει ως παράδειγμα: πρότυπο ήθους – αρετής – πρότυπο ευνομούμενης πολιτείας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.