πρόληψη


πρόληψη
Προφορά

Ετυμολογία
πρόληψη μεταγενέστερη ελληνική πρόληψις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πρόληψη

✦ παρεμπόδιση, αποσόβηση, αποτροπή |(ιατρ.) σύνολο μέτρων που θεωρούνται ικανά να εμποδίσουν την εμφάνιση νόσου σε άτομο ή τη διασπορά της στον πληθυσμό
✦ γνώμη ή αντίληψη κατά συνθήκη παραδεκτή
✦ αστήρικτη γνώμη σχετικά με την προέλευση του καλού ή του κακού, πίστη σε ανύπαρκτες δυνάμεις που επηρεάζουν την τύχη του ανθρώπου, δεισιδαιμονία
✦ (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο το υποκείμενο εξαρτημένης προτάσεως γίνεται αντικείμενο της κύριας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.