προμέρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
προμέρισμα προ + μέρισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το προμέρισμα
✦ είδος προκαταβολής στους μετόχους ανώνυμης εταιρείας έναντι του οριστικού μερίσματος από τα προβλεπόμενα κέρδη της τρέχουσας χρήσης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–