προφυλαχτήρας
Προφορά
Ετυμολογία
προφυλαχτήρας προφυλάσσω
Ερμηνεία
προφυλαχτήρας
✦ (Κ προφυλακτήρ, -ήρος) κάθε μέσο που προφυλάγει
✦ (ειδ.) διάταξη μηχανήματος για προστασία από τα ατυχήματα
✦ (τεχνολ.) εξάρτημα του αμαξώματος των αυτοκινήτων στο μπροστινό και πίσω μέρος τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–