προφήτισσα
Προφορά
Ετυμολογία
προφήτισσα αρχαία ελληνική προφήτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο προφήτισσα
✦ θηλ. προφήτισσα (Κ -τις, -ιδος) αυτός που προφητεύει, που προλέγει τα μέλλοντα
✦ θεόπνευστο πρόσωπο που αναγγέλλει τη θεϊκή θέληση: η Δεββώρα ήταν προφήτισσα και κυβερνήτης του λαού της
✦ ως κύρ. όν. ο Μωάμεθ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–