προλαβαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
προλαβαίνω αρχαία ελληνική προ-λαμβάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ προλαβαίνω
✦ φτάνω κάπου ή κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλον ή εγκαίρως, προφταίνω: πρόλαβαν και πήραν τα καλύτερα – ευτυχώς πρόλαβα το πλοίο
✦ φρ. όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε, επιτυγχάνει το στόχο του ο δραστήριος και γρήγορος
✦ παρεμβαίνοντας ματαιώνω κάτι δυσάρεστο
✦ έχω τον καιρό να κάνω κάτι: είναι πνιγμένος στη δουλειά, δεν προλαβαίνει ούτε να φάει
✦ σπεύδω να ανακοινώσω κάτι: έμαθε τα νέα και τα πρόλαβε σε όλους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–