προκατειλημμένος
Προφορά
Ετυμολογία
προκατειλημμένος μτχ. παθ. πρκμ. του προκαταλαμβάνω
Ερμηνεία
προκατειλημμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) ο κατεχόμενος από δυσμενή διάθεση απέναντι σε πρόσωπα ή καταστάσεις: δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα γιατί είσαι προκατειλημμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–