πολυσκέφτομαι
Προφορά
Ετυμολογία
πολυσκέφτομαι πολύς + σκέφτομαι
Ερμηνεία
πολυσκέφτομαι
✦ κ. πολυσκέπτομαι ρ. (πολυσκέφτηκα) σκέφτομαι, υπολογίζω πολύ κάτι (συνήθως με άρνηση): το αποφάσισε, χωρίς να το πολυσκεφτεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–