πληθυσμογράφος


πληθυσμογράφος
Προφορά

Ετυμολογία
πληθυσμογράφος └διεθν┘plethysmographe

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πληθυσμογράφος

✦ όργανο για τη μέτρηση των μεταβολών του όγκου μέλους του σώματος σε κάθε καρδιακό παλμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.