πληβεία
Προφορά
Ετυμολογία
πληβεία μεταγενέστερη ελληνική πληβεῖος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πληβεία
✦ θηλ. πληβεία πολίτης κατώτερης κοινωνικής τάξης στην αρχαία ελληνική Ρώμη
✦ (συνεκδ.) ο καταγόμενος από λαϊκή κοινωνική τάξη, που έχει λαϊκή, ταπεινή καταγωγή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πατρίκιος
Επιρρήματα
–