πλατυτέρα
Προφορά
Ετυμολογία
πλατυτέρα μεταγενέστερη ελληνική πλατυτέρα, συγκρ. βαθμός του επιθέτου πλατύς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πλατυτέρα
✦ ονομ. εικόνας της Παναγίας καθισμένης σε θρόνο με το θείο βρέφος στην αγκαλιά, που ζωγραφίζεται στο εσωτερικό της κεντρικής κόγχης του Αγίου Βήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–