πελεκώ
Προφορά
Ετυμολογία
πελεκώ αρχαία ελληνική πελεκῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πελεκώ -άς, -ά
✦ κόβω ολόγυρα ή κατεργάζομαι με τσεκούρι ή άλλο αιχμηρό εργαλείο
✦ τεμαχίζω
✦ (μτφ. ) δέρνω, ξυλοκοπώ
✦ σκοτώνω με μαχαίρι, πετσοκόβω: πελεκήσανε ένα σωρό αιχμαλώτους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–