πεμπτουσία
Προφορά
Ετυμολογία
πεμπτουσία πέμπτη ουσία (=ο αιθέρας κατά τον Αριστοτέλη)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πεμπτουσία
✦ (μτφ. ) το ουσιωδέστερο συστατικό, το κύριο περιεχόμενο, απόσταγμα: σ’ αυτά τα λίγα λόγια βρίσκεται η πεμπτουσία της διδασκαλίας του – ημερολόγιο δεν είναι διόλου όλες οι στιγμές μας, μήτε η πεμπτουσία της ζωής μας, αλλά το σημάδι, σχεδόν τυχαίο, μιας οποιασδήποτε στιγμής (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–