πατροτοπικός


πατροτοπικός
Προφορά

Ετυμολογία
πατροτοπικός μετάφραση του └αγγλ┘όρου patrilocal

Ερμηνεία
επίθετο┘ πατροτοπικός -ή, -ό

✦ εύχρ. στην κοινωνιολ. για να δηλώσει τη σχέση κατά την οποία κυρίαρχο ρόλο κατέχει ο τόπος ή η κοινότητα στην οποία ανήκει ο σύζυγος: πατροτοπικός γάμος (κατά τον οποίο η σύζυγος εγκαταλείπει τη δική της τοπική ομάδα και γίνεται μέλος της ομάδας του συζύγου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.