πατρίκιος


πατρίκιος
Προφορά

Ετυμολογία
πατρίκιος μεταγενέστερη ελληνική πατρίκιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πατρίκιος

✦ θηλ. πατρικία (Κ πατρικία) Ρωμαίος ευπατρίδης

Συνώνυμα

Αντίθετα
πληβείος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.