παραλύω
Προφορά
Ετυμολογία
παραλύω αρχαία ελληνική παρα-λύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παραλύω
✦ προκαλώ χαλάρωση της συνοχής
✦ προκαλώ παράλυση των μυών του σώματος
✦ (αμτβ.) χαλαρώνομαι ή εξαρθρώνομαι: η κρατική μηχανή έχει παραλύσει
✦ παθαίνω σωματική παράλυση
✦ καταρρέω, χάνω τη δύναμή μου: ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει (Κ. Καβάφης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–