παράλυση


παράλυση
Προφορά

Ετυμολογία
παράλυση μεταγενέστερη ελληνική παράλυσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παράλυση

✦ χαλάρωση της συνοχής, εξάρθρωση |(ιατρ.) παύση ή φανερή ελάττωση της κινητικής λειτουργίας των μυών, που οφείλεται σε ανατομική αλλοίωση του νευρικού συστήματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.