παράβαση


παράβαση
Προφορά

Ετυμολογία
παράβαση αρχαία ελληνική παράβασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παράβαση

✦ αθέτηση, παραβίαση: παράβαση όρκου – καθήκοντος
✦ μέρος της αττικής κωμωδίας στο οποίο πρωταγωνιστεί ο χορός, απευθυνόμενος στο κοινό για να εκφράσει γνώμες του ποιητή σχετικά με τα δρώμενα ή με οποιοδήποτε θέμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.