παρά


παρά
Προφορά

Ετυμολογία
παρά αρχαία ελληνική παρά

Ερμηνεία
παρά

✦ πρόθ. Στη δημοτική: 1) συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: α) εξαίρεση ή αφαίρεση: η ώρα ήταν μία παρά τέταρτο
✦ φρ. παρά τρίχα – παρά μάτι: με ελαχιστότατη διαφορά β) εναλλαγή: τον βλέπω μέρα παρά μέρα 2) ως σύνδεσμος: α) εισάγει τον δεύτερο όρο συγκρίσεως: φρ. κάλλιο αργά παρά ποτέ β) χρησιμοποιείται αντί του αλλά: δε φτάνει που έχει άδικο παρά επιμένει κιόλας γ) έχει τη θέση του μόνο: δεν ξέρω άλλα παρά όσα σας είπα. Στη λόγια γλώσσα συντάσσεται: 1) με γενική και σημαίνει: α) την προέλευση: έλαβε παρά του πατρός του ικανήν περιουσίαν β) το ποιητικό αίτιο (αντί της υπό): κατεσκευάσθη παρά του τάδε 2) με δοτική και σημαίνει: α) κοντά, πλησίον, στη δικαιοδοσία ή την αρμοδιότητα κάποιου: υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ β) μεταξύ, σε κύκλο ανθρώπων ή πραγμάτων: υπάρχει παρ’ αυτοίς η αντίληψις ότι 3) με αιτιατική και σημαίνει: α) θέση ή κίνηση, κοντά: παρά την ακτήν β) εναντιότητα, παράβαση ή υπέρβαση: παρά τον νόμον – παρά την υπόσχεσίν του
✦ φρ. παρά (πάσαν) προσδοκίαν, αντίθετα με ό,τι όλοι περίμεναν ή υπέθεταν – παρ’ αξίαν, ανάξια – παρ’ ελπίδα, ανέλπιστα – παρά φύσιν, αντίθετα με τους φυσιολογικούς κανόνες – παρά ταύτα, αντίθετα προς τα δεδομένα ή συναγόμενα γ) αφαίρεση ή εξαίρεση: παρά μίαν τεσσαράκοντα – παρά τρεις ψήφους – φρ. παρ’ ολίγον, λίγο έλειψε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.