παπούτσι
Προφορά
Ετυμολογία
παπούτσι μεσαιωνική ελληνική παπούτσιν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παπούτσι
✦ προστατευτικό περικάλυμμα των ποδιών συν. από δέρμα, συνθετική ύλη ή ύφασμα, το οποίο είναι ενισχυμένο με σόλα στο σημείο που έρχεται σε επαφή με το έδαφος, υπόδημα
✦ φρ. του ‘δωσε τα παπούτσια στο χέρι, τον έδιωξε ή τον εγκατέλειψε – τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, δεν τον υπολογίζω, τον περιφρονώ – βάζω τα δυο πόδια κάποιου σ’ ένα παπούτσι, οδηγώ κάποιον σε δυσχερή θέση, τον ελέγχω και γεν. δυσκολεύω τη ζωή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–