παίζω


παίζω
Προφορά

Ετυμολογία
παίζω αρχαία ελληνική παίζω

Ερμηνεία
ρήμα παίζω

✦ ψυχαγωγούμαι, διασκεδάζω με παιχνίδι
✦ ασχολούμαι με κερδοσκοπικά παιχνίδια ή επιχειρήσεις
✦ ασχολούμαι επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με ομαδικό άθλημα
✦ (για αθλητ. ομάδα) συμμετέχω σε αθλητικό αγώνα
✦ (για άψυχα) ταλαντεύομαι, πηγαίνω πέρα δώθε
✦ κυμαίνομαι
✦ χειρίζομαι μουσικό όργανο ή εκτελώ μουσικό κομμάτι
✦ (θεατρ.) παριστάνω στη σκηνή, ερμηνεύω θεατρικό έργο ή υποδύομαι πρόσωπο θεατρικού έργου
✦ προβάλλω κινηματογραφικό έργο: παίζονται καλά έργα αυτή τη βδομάδα
✦ παρουσιάζω στον κινηματογράφο, σε κινηματογραφικό έργο: μ’ έκανε ν’ αναρωτηθώ πώς θα μπορούσε να παιχτεί στον κινηματογράφο μια αρχαία ελληνική τραγωδία (Γ. Σεφέρης)
✦ εξαπατώ, κοροϊδεύω
✦ φρ. δεν παίζει, δεν αστειεύεται, μιλά σοβαρά – δεν είναι παίξε γέλασε, είναι δύσκολο – παίζει στα δάχτυλα, γνωρίζει πολύ καλά – παίζει τον παπά, προσπαθεί να εξαπατήσει – το παίζω… (επιστήμονας, ωραίος κτλ.), παριστάνω (τον επιστήμονα, τον ωραίο κτλ.): τώρα τελευταία, το παίζει άνετος και πλούσιος – φρ. τα ‘παιξα κ. τα ‘χω παίξει, εξοντώθηκα από κούραση, βρίσκομαι σε κατάσταση συγχύσεως (εξαιτίας φόρτου εργασίας, πληθώρας εντυπώσεων κτλ.)· κ. για μηχαν., τα ‘παιξε, έπαψε να λειτουργεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.